- αὐτοσοφίας
- αὐτοσοφίᾱς , αὐτοσοφίαvery wisdomfem acc plαὐτοσοφίᾱς , αὐτοσοφίαvery wisdomfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.